-
1 απισχω
-
2 απεχω
эп. тж. ἀπίσχω (fut. ἀφήξω и ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον) тж. med.1) держать вдали, удерживать, не допускатьἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἱρῶν Her. — не допускаться к принесению в жертву;ἄπεχε φάσγανον Eur. — убери меч;οὐδὲν ἀπέχει Plat., Plut. — ничто не мешает;ἀπέσχεσθαι χεῖράς τινος Aesch. — не прикасаться к кому-л.2) med. воздерживаться, удерживаться, тж. отказываться(πολέμου Hom.; εὐνῆς HH.; βαναύσων ἔργων Arst.; οἴνου Arph.; τροφῆς, ἡδονῶν Plut.; τοῦ ποιεῖν τι Xen., (τοῦ) μέ ποιεῖν τι Thuc., Dem. и τὸ μέ ποιεῖν τι Xen., Plat.)
3) med. оставлять нетронутым, щадить(τινος Her., Xen., Plut.)
4) отделять, отграничивать(αὐχένα ἀπ΄ ὤμων Hom.)
5) быть удаленным, отстоять(ἒξ σταδίους τινός Thuc.; πολλῶν ἡμερῶν ὁδον Xen.)
ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Plat. — находиться на равном расстоянии от оконечностей6) перен. быть далеким, не быть причастным(τοῦ ποιῆσαί τι Isocr.; med. γεωμετρίας Plat.)
7) разниться, отличаться(πάντων ἀνθρώπων Xen.)
8) получать сполна(ἀπόκρισιν Aeschin.; καρπὸν τῶν πονηθέντων Plut.)
ἀπέχει NT. — довольно, кончено
См. также в других словарях:
απίσχω — ἀπίσχω (Α) [ίσχω] απομακρύνω, αποσύρω … Dictionary of Greek
ἀπίσχουσιν — ἀπίσχω keep off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπίσχω keep off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπισχε — ἀπίσχω keep off pres imperat act 2nd sg ἀπίσχω keep off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχομένους — ἀπίσχω keep off pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχόμενος — ἀπίσχω keep off pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίσχειν — ἀπίσχω keep off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίσχεται — ἀπίσχω keep off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπισχ' — ἄπισχε , ἀπίσχω keep off pres imperat act 2nd sg ἄπισχε , ἀπίσχω keep off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek