-
1 απεχθεία
ἀπεχθείᾱ, ἀπέχθειαhatred: fem nom /voc /acc dual——————ἀπεχθείᾱͅ, ἀπέχθειαhatred: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 απέχθεια
-
3 ἀπέχθεια
-
4 απεχθεια
ἥ (реже pl.) ненависть, вражда, неприязнь Isocr., Plat., Aeschin., Arst., Plut.ἐλθεῖν τινι δι΄ ἀπεχθείας Aesch. или εἰς ἀπέχθειαν Dem. — навлечь на себя чью-л. ненависть
-
5 ἀπέχθεια
ἀπέχθεια, ἡ,A hatred,1 felt towards another,πρός τινα D.18.36
, Arist.Pol. 1305a23; διὰ τὴν ἀ. τοῦ πάθους for it, ib. 1274a40.2 felt by others towards one, enmity, odium,ὁ πράξας τὴν ἀ. αὐτῶν δίκαιος φέρεσθαι Antipho 3.4.2
, cf. Pl.Ap. 28a, D.3.13, etc.: in pl., enmities, Pl.Ap. 23a, interpol. in D.9.64; θεοῖς δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν to be hated by them, A.Pr. 121 (lyr.); δι' ἀ. γίγνεταί τι it becomes hateful, X.Hier.9.2; οὔτ' ἐκείνου πρὸς χάριν οὔτ' ἐμοῦ πρὸς ἀπέχθειανD5.7; ἀπέχθειαν φέρει τι it brings odium, Id.Prooem.44;πολλὴν ἔχει ἀ. Arist.Pol. 1322a2
; δείσας τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀ. enmity with you, Isoc.8.38;μετὰ πολλῆς ἀ. Plb.1.66.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπέχθεια
-
6 απέχθεια
η отвращение, омерзение; ненависть; брезгливость;προξενώ (αισθάνομαι) απέχθεια γιά κάτι — внушать (питать) отвращение к чему-л.;
-
7 ἀπεχθεία
Βλ. λ. απεχθεία -
8 ἀπεχθείᾳ
Βλ. λ. απεχθεία -
9 απέχθεια
I.ηAbscheu fII.ηEkel m -
10 ἀπέχθεια
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 3 Mc 4,1 -
11 ἀπέχθεια
ἀπ-έχθεια, Hass, Feindschaft -
12 απέχθεια
1) aversion2) répulsion -
13 απέχθεια
wstręt (m) rzecz. -
14 απέχθεια
1) nechuť2) odpor -
15 απέχθεια
abominationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απέχθεια
-
16 απεχθείας
ἀπεχθείᾱς, ἀπέχθειαhatred: fem acc plἀπεχθείᾱς, ἀπέχθειαhatred: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἀπεχθείας
ἀπεχθείᾱς, ἀπέχθειαhatred: fem acc plἀπεχθείᾱς, ἀπέχθειαhatred: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 απεχθείαι
-
19 ἀπεχθείαι
-
20 προ-κατα-σκιῤῥόω
προ-κατα-σκιῤῥόω, vorher hart machen, ἀπέχϑεια προκατεσκιῤῥωμένη, alte, mit der Zeit verhärtete Feindschaft, Sp.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπεχθεία — ἀπεχθείᾱ , ἀπέχθεια hatred fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείᾳ — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθεια — hatred fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέχθεια — η (AM ἀπέχθεια) [απεχθής] αντιπάθεια, αποστροφή, εχθρότητα … Dictionary of Greek
απέχθεια — η σιχαμάρα: Πάντα είχα μια απέχθεια στο πρόσωπο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεχθείας — ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem acc pl ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείαι — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθειῶν — ἀπέχθεια hatred fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείαις — ἀπέχθεια hatred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθειαι — ἀπέχθεια hatred fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθειαν — ἀπέχθεια hatred fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)