-
1 απέστιλεν
-
2 ἀπέστιλεν
См. также в других словарях:
ἀπέστιλεν — ἀπέστῑλεν , ἀπό , εἰσ τίλλω b. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απέστιλεν
2 ἀπέστιλεν
ἀπέστιλεν — ἀπέστῑλεν , ἀπό , εἰσ τίλλω b. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)