Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀπό-σχολος

См. также в других словарях:

  • σύσχολος — ὁ, Μ συσχολαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχολος (< σχολή «αργία, ανάπαυση»), πρβλ. ἀπό σχολος] …   Dictionary of Greek

  • αργόσχολος — η, ο αυτός που δεν έχει καμιά σοβαρή απασχόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + σχολος < σχολή «αργία, απραξία» (πρβλ. πολυάσχολος, κακόσχολος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσχολος — και πρωτόσκολος, ο, Ν (κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»