-
1 ἀπό-πλασις
ἀπό-πλασις, ἡ, Abbildung, Gestalt, Epicur. bei D. L. 10, 108.
-
2 ἀπόπλασις
ἀπό-πλασις, Abbildung, Gestalt -
3 αποπλασις
См. также в других словарях:
ετεροπλασία — η 1. ο σχηματισμός παθολογικού ιστού από υγιή τού οποίου τα στοιχεία διαφέρουν από εκείνα από τα οποία προήλθαν 2. ανάπτυξη φυσιολογικού ιστού σε ανώμαλη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplasia < hetero (πρβλ. ετερο *) + plasm… … Dictionary of Greek
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
καταπλασία — η ιατρ. υποστροφή τών κυττάρων από την οργανοτυπική στην κυτταροτυπική αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cataplasia < cata (πρβλ. κατα ) + plasia (πρβλ. πλασία < πλάσις)] … Dictionary of Greek
πλάση — η / πλάσις, εως, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο νεοελλ. 1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν 2. στον πληθ. οι πλάσεις (ποιητ.) τα… … Dictionary of Greek