1 ἀπό-γνοια
ἀπό-γνοια, ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπό-γνοια
2 ἀπόγνοια
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀπόγνοια
3 απογνοια
(τινος Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь > απογνοια