-
1 απόφευξις
-
2 ἀπόφευξις
-
3 αποφευξις
-
4 ἀπόφευξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφευξις
-
5 ἀπόφευξις
ἀπό-φευξις, das Entfliehen; δίκης, das Losgesprochenwerden vor Gericht -
6 ἀπό-φυξις
-
7 κλησις
I.- εως ἥ [καλέω]1) зовἐκάλεσέ με καὴ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. — он окликнул меня и, окликнув, пошутил
2) приглашение(εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.)
3) призыв о помощи Polyb.4) вызов в судἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. — освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней;
ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. — прекращать судебное преследование5) (при)звание, поприще(ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT.)
6) название, наименование Plat., Anth.7) именительный падеж(αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.)
8) грам. родовая форма(ἄρρενος κ. Arst.)
θηλείας или θήλεος κ. Arst. — форма женского рода;σκεύους κ. Arst. — средний родII.κλῇσις, κλεῖσις- εως ἥ [κλείω I]1) запирание(τῶν λιμένων Thuc.)
2) запор, преграда, заграждение(λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.)
-
8 αποφεύξη
-
9 ἀποφεύξῃ
-
10 αποφεύξηι
-
11 ἀποφεύξηι
-
12 απόφευξιν
-
13 ἀπόφευξιν
-
14 απόφυξιν
-
15 ἀπόφυξιν
-
16 απόφυξις
-
17 ἀπόφυξις
-
18 ἀποφυγή
ἀποφῠγή ἡ,A like ἀπόφευξις, escape or place of refuge,βραχείας τὰς ἀποφυγὰς παρέχειν Th.8.106
; ἀ. κακῶν, λυπῶν, escape from ills, griefs, Pl.Phd. 107d, Phlb. 44c(pl.).2 excuse, plea, Aristid.2.85J.; shift, subterfuge, PStrassb.40.44(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφυγή
-
19 ἀπόφυξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφυξις
См. также в других словарях:
απόφευξις — ἀπόφευξις, η (Α) αποφυγή καταδίκης … Dictionary of Greek
ἀπόφευξις — escaping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφεύξηι — ἀπόφευξις escaping fem dat sg (epic) ἀποφεύξῃ , ἀποφεύγω flee from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφευξιν — ἀπόφευξις escaping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφυξιν — ἀπόφευξις escaping fem acc sg ἀπόφυξις escaping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφυξις — ἀπόφευξις escaping fem nom sg ἀπόφυξις escaping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφεύξῃ — ἀποφεύξηι , ἀπόφευξις escaping fem dat sg (epic) ἀποφεύγω flee from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)