-
1 απόρουσε
-
2 ἀπόρουσε
-
3 ἀπ-ορούω
ἀπ-ορούω, abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.
-
4 ἐμ-μαπέως
ἐμ-μαπέως (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.
-
5 ἀπορούω
A dart away,Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20
, etc.; esp. start back, Od.22.95; . 2. spring up from,πρέμνων Pi.Fr.88
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορούω
-
6 ἐμμαπέως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμαπέως
-
7 ἀπορούω
ἀπ - ορούω, aor. ἀπόρουσε: spring away ( from), ‘down’ from, Il. 5.20.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπορούω
См. также в других словарях:
ἀπόρουσε — ἀπορούω dart away aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέντητος — η, ο 1. αυτός που δεν κεντήθηκε με κεντρί, ακέντριστος: Απορούσε που οι μέλισσες τον είχαν αφήσει ακέντητο. 2. αυτός που δεν είναι στολισμένος με κεντήματα: Και ακέντητο το φόρεμα ήταν ωραίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάβωτος — η, ο αυτός που δε λαβώθηκε, δεν τραυματίστηκε: Κι ο ίδιος απορούσε πως είχε μείνει αλάβωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)