-
1 απόρθητος
-
2 ἀπόρθητος
-
3 ἀπόρθητος
ἀπόρθητος, ον,A not sacked, unravaged, Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11;ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52
, cf. 99;Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28
;ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3
; of Attica, E.Med. 826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7;οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρθητος
-
4 ἀπόρθητος
ἀ-πόρθητος ( πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόρθητος
-
5 απόρθητον
-
6 ἀπόρθητον
-
7 απορθήτοιο
-
8 ἀπορθήτοιο
-
9 απορθήτοις
-
10 ἀπορθήτοις
-
11 απορθήτου
-
12 ἀπορθήτου
-
13 απορθήτους
-
14 ἀπορθήτους
-
15 απορθήτων
-
16 ἀπορθήτων
-
17 απόρθητα
-
18 ἀπόρθητα
-
19 απόρθητοι
-
20 ἀπόρθητοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπόρθητος — not sacked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρθητος — η, ο (AM ἀπόρθητος, ον) [πορθώ ( έω)] αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί … Dictionary of Greek
απόρθητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να κυριευτεί, ο άπαρτος: Τα νησιά μας στο ανατολικό Αιγαίο είναι σήμερα απόρθητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόρθητον — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc sg ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτοιο — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτοις — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτου — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτους — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθήτων — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρθητα — ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρθητοι — ἀπόρθητος not sacked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)