-
1 απόπολις
-
2 ἀπόπολις
-
3 αποπολις
-
4 ἀπόπολις
A far from the city, banished,ἀ. ἔσει A.Ag. 1410
(lyr.), cf. S.OT 1000, OC 208, E.Hyps. Fr.44;ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr. 647
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόπολις
-
5 ἀπόπολις
-
6 αποπτολις
-
7 απόπτολιν
-
8 ἀπόπτολιν
-
9 απόπτολις
-
10 ἀπόπτολις
-
11 ἀπό-πτολις
ἀπό-πτολις, = ἀπόπολις, Soph. O. R. 1000 O. C. 208.
-
12 ἀπόπτολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόπτολις
См. также в других словарях:
ἀπόπολις — far from the city fem nom sg ἀπόπολις far from the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπολις — ἀπόπολις κ. πτολις, ( ιδος κ. εως), ο, η (Α) ο εξόριστος … Dictionary of Greek
ἀπόπτολιν — ἀπόπολις far from the city fem acc sg ἀπόπολις far from the city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπτολις — ἀπόπολις far from the city fem nom sg ἀπόπολις far from the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek