-
1 ἀπομετρέω
A- ήσομαι IG7.3073.77
(Lebad.):— measure off or out, θριγκούς l.c.;δακτυλίους μεδίμνοις Luc.DMort.12.2
:— [voice] Med.,μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι τὸ ἀργύριον X.HG3.2.27
:—[voice] Pass., to be measured off, Plb. 6.27.2, Str.2.1.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομετρέω
-
2 ἀπομέτρημα
A servant's allowance, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομέτρημα
-
3 ἀπομέτρησις
A measuring out, distribution, Vett.Val.346.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομέτρησις
-
4 ἀπόμετρον
ἀπόμετρ-ον, τό, in pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόμετρον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский