-
1 απόλεκτος
-
2 ἀπόλεκτος
-
3 ἀπόλεκτος
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10.II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλεκτος
-
4 απόλεκτον
-
5 ἀπόλεκτον
-
6 απολέκτοις
-
7 ἀπολέκτοις
-
8 απολέκτου
-
9 ἀπολέκτου
-
10 απολέκτους
-
11 ἀπολέκτους
-
12 απολέκτω
-
13 ἀπολέκτῳ
-
14 απολέκτων
-
15 ἀπολέκτων
-
16 απόλεκτα
-
17 ἀπόλεκτα
-
18 απόλεκτε
-
19 ἀπόλεκτε
-
20 απόλεκτοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απόλεκτος — ἀπόλεκτος, ον (Α) [απολέγω] εκλεκτός, διαλεγμένος … Dictionary of Greek
ἀπόλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτον — ἀπόλεκτος chosen masc/fem acc sg ἀπόλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτοις — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτου — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτους — ἀπόλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτων — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτῳ — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτα — ἀπόλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτε — ἀπόλεκτος chosen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτοι — ἀπόλεκτος chosen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)