Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπόκρημνα

См. также в других словарях:

  • ἀπόκρημνα — ἀπόκρημνος sheer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • OAXAS vel OAXES — urbs Cretae, unde Ὀαξὶς γῆ, et Poetice Οἰαξὶς Apollonio. Οὕς ποτέ νύμφη Ἀτχίαλα Δικταῖον ἀνὰ σπέος ἀμφοτέτῃσι Δραξαμένη γαίην Οἰαξίδος ἐβλάςτησε. In loco praerupto, unde nomen. Steph. Τινὲς δὲ διὰ τὸ κατάκρημνον εἶναι τόπον, καλοῦσι γὰρ τοιούτους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγριόγιδα — Κατάγεται από την ήμερη κατσίκα, η οποία έφυγε στα βουνά και ξαναγύρισε στην άγρια κατάσταση. Ζει σε αγέλες και διακρίνεται για την ευκολία με την οποία ανεβαίνει ή πηδά σε απόκρημνα βράχια. Λέγεται και αγριόγιδο ή αγριογίδι. * * * η και… …   Dictionary of Greek

  • ακροφοβία — η (Ψυχολ.) έντονη, υπερβολική και παθολογική συγκινησιακή κατάσταση που καταλαμβάνει το άτομο, όταν βρίσκεται σε ψηλά και απόκρημνα μέρη, όπως κορυφές βουνών, οροφές σπιτιών, οροφές κατοικιών, μπαλκόνια πολυκατοικιών, αεροπλάνα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …   Dictionary of Greek

  • κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»