-
1 απόερσον
-
2 ἀπόερσον
-
3 ἀπόερσε
A ):—swept away,ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348
;ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀπο ¯ έρσῃ 21.283
; μή μιν ἀπο ¯ έρσειε μέγας ποταμός ib. 329; cf. ἀπούρας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόερσε
См. также в других словарях:
ἀπόερσον — ἀπό εἴρω fasten together in rows aor imperat act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)