-
1 απόδραγμα
-
2 ἀπόδραγμα
-
3 ἀπόδραγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδραγμα
-
4 ἀπόδραγμα
-
5 ἀπομερισμός
ἀπομερισμός, ὁ,2 fragmentation,οὐ γὰρ ἀ. τοῦ παράγοντος τὸ παραγόμενον Procl.Inst.27
.5 v.l. for ἐπιμερίζω (q.v.), Vett. Val.164.19, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομερισμός
См. также в других словарях:
ἀπόδραγμα — part taken off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)