-
1 απόβρεγμα
-
2 ἀπόβρεγμα
-
3 ἀπόβρεγμα
A infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβρεγμα
-
4 αποβρέγμασι
-
5 ἀποβρέγμασι
-
6 αποβρέγματα
-
7 ἀποβρέγματα
-
8 αποβρέγματι
-
9 ἀποβρέγματι
-
10 αποβρέγματος
-
11 ἀποβρέγματος
-
12 βρέγμα
A front part of the head, Batr.228, Hp.VC2, Stratt.34, Arist.HA 491a31, al., PA 653a35, Herod.4.51, 8.9, etc.:—also [full] βρεγμός EM212.14; βρέχμα, βρεχμός, βροχμός (q. v.) (prob. from βρέχω, because this part of the bone is longest in hardening, Hp.l.c., Arist. GA 744a24).2 in pl., parietal bones, Gal.17(2).3.3 substance found in peppercorns, Dsc.2.159.II = ἀπόβρεγμα, infusion, extract, D.S.3.32.
См. также в других словарях:
ἀπόβρεγμα — infusion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόβρεγμα — το (AM ἀπόβρεγμα) νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού … Dictionary of Greek
ἀποβρέγμασι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματα — ἀπόβρεγμα infusion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματος — ἀπόβρεγμα infusion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)