-
1 απωμισάμενος
-
2 ἀπωμισάμενος
См. также в других словарях:
ἀπωμισάμενος — ἀπό ὠμίζομαι take on one s shoulders aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απωμισάμενος
2 ἀπωμισάμενος
ἀπωμισάμενος — ἀπό ὠμίζομαι take on one s shoulders aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)