-
1 απρόσιτος
-
2 ἀπρόσιτος
-
3 απρόσιτος
-
4 απροσιτος
21) неприступный(ἄνοδος Polyb.; καταφυγή Diod.)
2) недоступный, недосягаемый(λόγοις παρρησία Plut.: ἥ δύναμις τοῦ λόγου Luc.)
-
5 ἀπρόσιτος
ἀπρόσιτος, ον (προσιτός ‘approachable’; since Ctesias 688 Fgm. 14 p. 467, 23 Jac.=Pers. 41; Polyb. 3, 49, 7; Diod S 1, 32, 1; Dio Chrys. 13 [7], 51; Lucian; Philo, Mos. 2, 70; Jos., Bell. 7, 280, Ant. 3, 76; PSI 1103, 15) unapproachable of God φῶς οἰκεῖν ἀπρόσιτον dwell in unapproachable light 1 Ti 6:16 (Ath. 16, 2; φέγγος … ἀ Tat. 20:2) cp. DDD 688.—DELG s.v. εἶμι. TW. -
6 ἀπρόσιτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπρόσιτος
-
7 απρόσιτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απρόσιτος
-
8 απρόσιτος
η, ο [ος, ον ] прям., перен. недоступный; недосягаемый;απρόσιτοςη αχτή — недоступный берег;
απρόσιτοςες τιμές — недоступные цены;
βρίσκομαι σε απρόσιτοςο ύψος — быть на недосягаемой высоте
-
9 ἀπρόσιτος
неприступный, недоступный, недосягаемый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπρόσιτος
-
10 απρόσιτος
-
11 απρόσιτος
[апроситос] επ неприступный, недосягаемый. -
12 ἀπρόσιτος
ἀπρόσ-ῐτος, ον,A unapproachable, inaccessible,ὄρη Plb.3.49.7
, cf. Str. 1.3.18;φῶς 1 Ep.Ti.6.16
; of persons, Cic.Att.5.20.6, cf. Plu.2.68e;καταφυγή D.S.19.96
: metaph.,λόγοις ἀ. παρρησία Plu.Alc.4
;δύναμις τοῦ λόγου Luc.Dem.Enc.32
. Adv.- τως Plu.2.45f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσιτος
-
13 απρόσιτος
inaccessible -
14 απρόσιτος
1) niedostępny przym.2) nieprzystępny przym. -
15 απρόσιτος
1) nedosažitelný2) nedostupný3) nepřístupný -
16 απρόσιτος
inaccessibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απρόσιτος
-
17 απροσίτως
-
18 ἀπροσίτως
-
19 απρόσιτον
ἀπρόσιτοςunapproachable: masc /fem acc sgἀπρόσιτοςunapproachable: neut nom /voc /acc sg -
20 ἀπρόσιτον
ἀπρόσιτοςunapproachable: masc /fem acc sgἀπρόσιτοςunapproachable: neut nom /voc /acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπρόσιτος — unapproachable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσιτος — η, ο (AM ἀπρόσιτος, ον) [πρόσειμι] (κ. μτφ.) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 2. ακατόρθωτος, ανέφικτος … Dictionary of Greek
απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσίτως — ἀπρόσιτος unapproachable adverbial ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτον — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc sg ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτοις — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτου — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτους — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτων — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτῳ — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτα — ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)