-
1 ἀπρόσκοπος
ἀπρόσ-κοπος (A), ον,2 free from harm,ἄτρυτος καί ἀ. IG5(2).20.19
(Tegea, i B. C.); [θεοί] σεδιαφυλάσσουσιν ἀ. PGiss.17.7
(ii A.D.), cf. PBaden 39 iii 14 (ii A. D.). Adv. - πως ib. 79iv8 (ii A.D.).------------------------------------ἀπρό-σκοπος (B), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσκοπος
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek