-
1 ἀπρόγραφος
ἀπρό-γρᾰφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόγραφος
-
2 ἀπροδιηγήτως
A without preface, Tz.Proll.Hes.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροδιηγήτως
-
3 ἀπρόδικος
ἀπρό-δῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόδικος
-
4 ἀπρόεδρος
ἀπρό-εδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόεδρος
-
5 ἀπρόθεσμος
ἀπρό-θεσμος, ον,A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόθεσμος
-
6 ἀπροθέτως
A undesignedly, Plb.9.12.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροθέτως
-
7 ἀπροθυμία
ἀπρο-θῡμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροθυμία
-
8 ἀπρόθυμος
ἀπρό-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόθυμος
-
9 ἀπροϊδής
2 [voice] Act., unforeseeing, prob. in Nonn.D.9.102, 48.757.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροϊδής
-
10 ἀπρόϊτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόϊτος
-
11 ἀπροκάλυπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροκάλυπτος
-
12 ἀπροκατασκεύαστος
ἀπρο-κατασκεύαστος, ον,A not elaborately prepared, D.H.Is.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροκατασκεύαστος
-
13 ἀπροκοπία
ἀπρο-κοπία, ἡ,A lack of progress, Sch.Luc.Bis Acc.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροκοπία
-
14 ἀπρόκοπος
ἀπρό-κοπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόκοπος
-
15 ἀπροκρίτως
ἀπρο-κρίτως [ῐ ],A without discussion, admittedly, POxy. 1467.22 (iii A. D.).2 = Lat. sine praejudicio, Just.Nov.17.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροκρίτως
-
16 ἀπρόληπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόληπτος
-
17 ἀπρόοδος
ἀπρό-οδος, ον,A not proceeding or emanating,ἡ [τοῦ ἑνὸς] φύσις Dam. Pr.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόοδος
-
18 ἀπροοιμίαστος
ἀπρο-οιμίαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροοιμίαστος
-
19 ἀπρόοπτος
ἀπρό-οπτος, ον,II [voice] Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179;ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117
. Adv.- τως Sor.1.71
, Ael.NA1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόοπτος
-
20 ἀπροόρατος
2 not previously seen, Gal.14.279.II = foreg. 11, Ph.2.268, Max.Tyr. 11.6;τοῦ μέλλοντος Ph.2.159
. Adv.- τως Onos.22.1
, D.L.9.62, Ach. Tat.2.6, Max.Tyr.31.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροόρατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ASPER — I. ASPER Consul Roman. Ariovindi collega. II. ASPER monetae genus, inprimis Graecis recentioribus, qui Aspros vel Aspra eos appellant, non eô sensu, quô apud Suetonium in Nerone, c. 44. Aurum obryzum et nummum asperum ingenti fastidiô exegit. Hîc … Hofmann J. Lexicon universale
Νουμεριανός, Μάρκος Αυρήλιος Νουμέριος — (Marcus Aurelius Numerious Numerianus, ; – 284 αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (283 284), γιος και συμβασιλιάς του Κάρου. Πολέμησε εναντίον των Περσών μαζί με τον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου συνέχισε μόνος του τον πόλεμο για λίγο… … Dictionary of Greek