-
1 απροόρατε
-
2 ἀπροόρατε
См. также в других словарях:
ἀπροόρατε — ἀπροόρατος not previously seen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απροόρατε
2 ἀπροόρατε
ἀπροόρατε — ἀπροόρατος not previously seen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)