-
1 απροφάσιστα
-
2 ἀπροφάσιστα
-
3 ἐ-προ-φάσιστος
ἐ-προ-φάσιστος, keine Ausrede machend, bereitwillig, σύμμαχοι Xen. Cyr. 2, 4, 10; Sp.; ἀπροφασίστως, στρατεύειν Thuc. 1, 49; Dem. 59, 101; Pol. 1, 55, 4 u. öfter; auch ἀπροφάσιστα, Eur. Bacch. 1000.
См. также в других словарях:
ἀπροφάσιστα — ἀπροφάσιστος offering no excuse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)