-
1 απροτίμαστος
-
2 ἀπροτίμαστος
-
3 απροτιμαστος
-
4 ἀπροτίμαστος
A untouched, undefiled, of Briseis, Il.19.263.II unapproachable, of Homer, Euph.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροτίμαστος
-
5 ἀπροτίμαστος
ἀ-προτί-μαστος ( μάσσω): untouched, Il. 19.263†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπροτίμαστος
-
6 ἀπροτίμαστος
-
7 απροτίμαστον
ἀπροτίμαστοςuntouched: masc /fem acc sg (epic doric aeolic)ἀπροτίμαστοςuntouched: neut nom /voc /acc sg (epic doric aeolic) -
8 ἀπροτίμαστον
ἀπροτίμαστοςuntouched: masc /fem acc sg (epic doric aeolic)ἀπροτίμαστοςuntouched: neut nom /voc /acc sg (epic doric aeolic) -
9 ἀ-πρός-μαστος
ἀ-πρός-μαστος, VLL., Erkl. des homer. ἀπροτίμαστος.
-
10 ἀπρόσθικτος
ἀπρόσ-θικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσθικτος
См. также в других словарях:
απροτίμαστος — ἀπροτίμαστος, ον (Α) 1. άθιχτος, αμόλυντος 2. απλησίαστος … Dictionary of Greek
ἀπροτίμαστος — untouched masc/fem nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροτίμαστον — ἀπροτίμαστος untouched masc/fem acc sg (epic doric aeolic) ἀπροτίμαστος untouched neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)