-
1 απρονόητος
-
2 ἀπρονόητος
-
3 απρονοητος
21) лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.2) не заботящийся, не пекущийся(τῶν ἐπὴ γῆς πραγμάτων Luc.)
3) непреднамеренный, невольный(ἀκρασία Arst.)
4) неизученный, необследованный(τόποι Polyb.; ἀ. αἰτία καὴ ἄδηλος Plut.)
5) не обеспеченный охраной(χώρα Polyb.)
6) застигнутый врасплох(ἀ. ληφθῆναι Polyb.)
-
4 απρονόητος
η, ο [ος, ον ]1) непредусмотрительный, недальновидный, нерасчётливый; неосторожный, неосмотрительный; 2) непредвиденный, непредусмотренный -
5 ἀπρονόητος
ἀπρονό-ητος, ον,A unpremeditated, ; χώρα ἀ. an unguarded country, Plb.4.5.5;τόποι ἀ.
unreconnoitred,Id.
3.48.4; not the work of providence,κόσμος Ph.2.411
, cf. Hierocl. in CA11p.442M.II [voice] Act., not considering beforehand,ἡ ὀργὴ -τον X.HG 5.3.7
;ἀ. καὶ ἀπαράσκευοι Plb.5.7.2
, cf. Orph.Fr. 233;ἀ. τῶν ἐσομένων J.Vit.13
; Bis Acc.2, etc.; of the gods, not exercising providence, Epicur.Fr. 368. Adv.- τως X.Cyr.1.4.21
, etc.;ἀ. τινὸς ἔχειν Str.2.5.1
; opp. προνοίᾳ, S.E.P.1.151;οἱ ἀ. θεώμενοι
without previous acquaintance,Plb.
10.14.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρονόητος
-
6 ἀπρονόητος
ἀ-προ-νόητος, unüberlegt; τόποι, nicht vorher durchforscht; act., nicht vorher überlegend, unbedachtsam; τινός, nicht dafür besorgt; unvermutet -
7 απρονοήτως
-
8 ἀπρονοήτως
-
9 απρονόητον
ἀπρονόητοςunpremeditated: masc /fem acc sgἀπρονόητοςunpremeditated: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀπρονόητον
ἀπρονόητοςunpremeditated: masc /fem acc sgἀπρονόητοςunpremeditated: neut nom /voc /acc sg -
11 απρονοήτοις
-
12 ἀπρονοήτοις
-
13 απρονοήτου
-
14 ἀπρονοήτου
-
15 απρονοήτους
-
16 ἀπρονοήτους
-
17 απρονοήτω
-
18 ἀπρονοήτῳ
-
19 απρονοήτων
-
20 ἀπρονοήτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπρονόητος — unpremeditated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρονόητος — η, ο (AM ἀπρονόητος, ον) 1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος 2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός αρχ. 1. (για χώρα) αφύλαχτη 2. (για τόπο) ανεξερεύνητος,… … Dictionary of Greek
απρονόητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προνοεί για το μέλλον, ο απερίσκεπτος, ο επιπόλαιος: Όλα αυτά έδειχναν πως ήταν ένας απρονόητος έμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρονοήτως — ἀπρονόητος unpremeditated adverbial ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονόητον — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc sg ἀπρονόητος unpremeditated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοήτοις — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοήτου — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοήτους — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοήτων — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοήτῳ — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονόητα — ἀπρονόητος unpremeditated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)