-
1 ἀπριγκτό-πληκτα
ἀπριγκτό-πληκτα πολυπλάνηταδ' ἦν ἰδεῖν χερὸς ὀρέγματα Aesch. Ch. 419, nach Well., od. ἀπρικτόπληκτα, nach Lachmann, Emend. für ἄπριγκτοι πληκτά, fortwährend geschlagen. Falsche Aenderung ist ἀπρικτεί.
-
2 ἀπριγκτόπληκτα
ἀπριγκτό-πληκτα, od. ἀπρικτόπληκτα, fortwährend geschlagen