-
1 απρεπεία
-
2 ἀπρεπείᾳ
-
3 απρέπεια
-
4 ἀπρέπεια
-
5 ἀπρέπεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρέπεια
-
6 απρεπείας
ἀπρεπείᾱς, ἀπρέπειαunseemliness: fem acc plἀπρεπείᾱς, ἀπρέπειαunseemliness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀπρεπείας
ἀπρεπείᾱς, ἀπρέπειαunseemliness: fem acc plἀπρεπείᾱς, ἀπρέπειαunseemliness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 απρεπείαις
-
9 ἀπρεπείαις
-
10 απρέπειαν
-
11 ἀπρέπειαν
-
12 εὐπρέπεια
εὐπρέπ-εια, ἡ,A goodly appearance, comeliness,εὐπρεπείᾳ προέχειν Th.6.31
; opp. ἀπρέπεια, Pl.Phdr. 274b, al.; majesty,εὐ. τῆς δόξης LXX Je.23.9
, cf. Ep.Jac.1.11; dignity, SIG880.19 (Pizus, iii A.D.);ἐστεφάνωσε ἁ πόλις.. -είας καὶ εὐνοίας ἕνεκα τᾶς ἐς τὰν πόλιν IG4.1418
(Epid., iv B.C.).II speciousness, plausibility,εὐπρεπείᾳ λόγου Th. 3.11
,82;ἔχει.. εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Pl.Euthd. 305e
; pretext, c. inf., Plu.Pyrrh.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρέπεια
-
13 ἀπρεπής
ἀπρεπ-ής, ές,A unseemly, unbecoming, ἀ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν, Th.3.57,67;ἀ. καὶ ἄσχημον Pl.Lg. 788b
;μέθη.. φύλαξιν -έστατον Id.R. 398e
;τὸ.. τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές Epicr.11.33
; τὸ ἀ., = ἀπρέπεια, Th.5.46,6.11. Adv. -πῶς, poet. -πέως, h.Merc. 272, Pl.Phdr. 274b, etc.: [comp] Comp.- έστερον Hdn.3.13.1
.II of persons, disreputable, indecent,ἀνδρίον Theoc.5.40
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρεπής
См. также в других словарях:
ἀπρεπείᾳ — ἀπρεπείᾱͅ , ἀπρέπεια unseemliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπεια — unseemliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια … Dictionary of Greek
απρέπεια — η αγένεια, ασχήμια: Αυτό που έκανες απόψε ήταν απρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρεπείας — ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem acc pl ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπείαις — ἀπρέπεια unseemliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπειαν — ἀπρέπεια unseemliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή … Dictionary of Greek
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek