-
1 ἀπο-χύλισμα
ἀπο-χύλισμα, τό, der ausgepreßte Saft, Synes.
-
2 ἀποχύλισμα
ἀπο-χύλισμα, ἀπο-χῡλόω, der ausgepresste Saft -
3 ἀποχῡλόω
ἀπο-χύλισμα, ἀπο-χῡλόω, der ausgepresste Saft
См. также в других словарях:
απαλλαγή — η (AM ἀπαλλαγή) 1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο 2. τέλος, θάνατος «την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα) αρχ. «ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω»… … Dictionary of Greek