-
1 ἀπο-χειρόω
ἀπο-χειρόω, aus den Händen entreißen. τινά τι; ἀποχειρωϑείς τι Ar. Pax 978, v. l. ἀποχηρωϑείς.
-
2 ἀποχειρόω
-
3 αποχειρούνται
-
4 ἀποχειροῦνται
-
5 αποχειρωθείς
-
6 ἀποχειρωθείς
См. также в других словарях:
ἀποχειροῦνται — ἀπό χειρέω pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) ἀπό χειρόω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειρωθείς — ἀπό χειρόω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)