-
1 ἀπο-χάζομαι
ἀπο-χάζομαι (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόϑρου Od. 11, 95; das act. Hesych.
-
2 ἀποχάζομαι
ἀπο-χάζομαι: withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποχάζομαι
-
3 ἀποχάζομαι
-
4 αποχαζομαι
См. также в других словарях:
κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… … Dictionary of Greek
μεταχάζομαι — (Α) οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»] … Dictionary of Greek