-
1 φθειρω
(fut. φθερῶ, aor. 1 ἔφθειρα; pass.: fut. φθᾰρήσομαι - дор. φθᾰρησοῦμαι, aor. ἐφθάρην с ᾰ - 3 л. pl. у Pind. ἔφθαρεν, pf. ἔφθαρμαι; fut. med. в знач. pass. φθεροῦμαι)1) уничтожать, истреблять, губить(μῆλα κακοὴ φθείρουσι νομῆες Hom.; τὸν στρατόν Aesch.; τὸν οἶκον Xen.)
ἔφθειραν τὰς ναῦς Thuc. — они уничтожили (неприятельские) корабли;φ. τέν πόλιν καὴ νόμους Plat. — разрушать государство и (его) законы;νόσῳ ἐφθάραται καὴ χρημάτων δαπάνῃ Thuc. — (афиняне) сильно ослаблены эпидемией и (военными) расходами2) pass. погибать, гибнутьνεκροὴ ἐφθαρμένοι Aesch. — трупы погибших;
τὸ φθαρτὸν ἔφθαρται Plut. — погибло то, что подвержено гибели;παρθένος φθαρεῖσα Eur. — падшая девушка;πόντιοι ἐφθαρμένοι Eur. — потерпевшие кораблекрушение3) разорять, опустошать(τοὺς κλήρους τινός Her.; τέν χώραν Xen.)
4) pass. уходить себе на погибель, бран. убираться прочьφθείρεσθαι πρός τινα Dem. — присоединяться к кому-л. себе же на горе;
δεῦρο φθαρέντες Plut. — прийдя сюда на верную гибель;φθείρεσθε! Hom. — пропадите вы пропадом!;φθείρου λαβὼν τόδε! Arph. — возьми это и проваливай!;εἰ μέ φθερεῖ τῆσδ΄ ἀπὸ στέγης Eur. — если ты не уберешься прочь из этого дома5) портить, уродовать(ὑφὰς ποσίν Aesch.)
σῶμ΄ ἐφθαρμένον Soph. — обезображенное тело;τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων φθείρεσθαι ὀνομάζουσιν Plut. — смешение цветов называют порчей;τὸ γλυκὺ εἰς τὸ αὐστηρὸν φθεῖρον Plut. — сладость, превращающаяся в кислоту6) подкупать(τινά Diod.)
τοὺς ἐφθαρμένους ἀπέκτεινε Plut. — (Арат) казнил уличенных в мздоимстве -
2 αποφθειρω
1) разрушать, уничтожать, губить(τινά Aesch.)
ἀσιτίαις δέμας ἀ. Eur. — уморить (себя) голодом2) pass. гибнуть, погибать(ἀσθενείᾳ Thuc.)
οὐ γῆς τῆσδε ἀποφθαρήσεται ; Eur. — почему он не уберется прочь из этой страны себе на погибель?;οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ ; Arph. — да провались ты совсем! (досл. неужели не уберешься?)
См. также в других словарях:
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
φθειρ — ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν (λόγιος τ.) 1. η ψείρα 2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίου νεοελλ. φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» ο φθείριος μσν. αρχ. ο κώνος είδος πεύκου αρχ. 1. φθειρίαση, ψείριασμα 2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο… … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek