-
1 ἀποταμία
ἀπο-τᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποταμία
См. также в других словарях:
ταμιακός — και ταμειακός, ή, ό / ταμιακός και ταμειακός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμίας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες») 2. φρ. «ταμιακή μηχανή» καταγραφική και… … Dictionary of Greek