-
1 ἀπο-τύπωμα
ἀπο-τύπωμα, τό, das Abbild, Plat. Theaet. 194 b.
-
2 ἀποτύπωμα
-
3 αποτυπωμα
-
4 ἀείρω
ἀείρω, [dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet.; [full] αἴρω (once in Hom., v. infr.), [dialect] Att. and Trag. (exc. A. Th. 759, Pers. 660, both lyr.); [dialect] Aeol. [full] ἀέρρω, Alc.78: [tense] impf. ἤειρον ([etym.] συν-) Il.10.499, Hdt.2.125, [dialect] Ep.Aἄειρον Il.19.386
, [dialect] Att. and Trag. ᾖρον: [tense] fut. ἀρῶ [ᾱ], [var] contr. for ἀερῶ (which is not found), A. Pers. 795, E.Heracl. 322, Tr. 1148, prob. in Luc. Hist.Conscr. 14: [tense] aor. 1 ἤειρα ([etym.] συν-) Il.24.590, ([etym.] παρ-) Archil.94, Herod.9.13, [dialect] Ep.ἄειρα Il.23.730
; [dialect] Aeol. imper.ἀέρρατε Sapph.91
; subj.ἀέρσῃ Panyas.13.13
; part. ; alsoἄηρα IG12(3).449
([place name] Thera);ἦρα Hdt. 9.59
, A.Ag.47, Th.6.18, etc., [ per.] 3pl. , opt.ἄραις Herod.5.71
, inf.ἆραι Call. Cer.35
, part.ἄρας Th.2.12
, etc., Cret. (Gort.) [ᾱ- in all moods]: [tense] pf.ἦρκα D.25.52
, ([etym.] ἀπ-) Th.8.100, [tense] plpf. ἤρκεσαν ([etym.] ἀπ-) D.19.150:—[voice] Med. [full] ἀείρομαι ([etym.] ἀπ-) Il. 21.563, S.Tr. 216 (lyr.); [full] αἴρομαι E.El. 360, Th.4.60: fut ἀροῦμαι [pron. full] [ᾱ] E.Hel. 1597 : [tense] aor. 1 imper.ἀείραο A.R.4.746
, inf. ἀείρασθαι ([etym.] ἀντ-) Hdt.7.212, part.- άμενος Il.23.856
, IG4.952.112 (Epid.); also ἠράμην [ᾱ- in all moods] Il.14.510, Od.4.107, E.Heracl. 986, Ar. Ra. 525, Pl.R. 374e, etc., [dialect] Dor.ἄρατο B.2.5
: [tense] pf.ἦρμαι S.El.54
:— [voice] Pass., E.Alc. 450 (lyr.), Hp.Mul.2.174: [tense] fut. : [tense] aor.ἠέρθην A.R.4.1651
, ([etym.] παρ-) Il.16.341, [dialect] Ep.ἀέρθην Od.19.540
, [ per.] 3pl.ἄερθεν Il.8.74
, subj. (lyr.), part.ἀερθείς Od.8.375
, Pi.N.7.75, A.Ag. 1525 (lyr.), Hp.Mul.1.1, etc.; alsoἤρθην Simon.111
, A.Th. 214 (lyr.), Th.4.42, etc., part.ἀρθείς Il.13.63
, ([etym.] ἐπ-) Hdt.1.90, etc.: [tense] pf.ἤερμαι A.R.2.171
: [dialect] Ep. [tense] plpf. [ per.] 3sg. ἄωρτο (for ἤορτο) Il.3.272, Theoc.24.43,ἔωρτο Hsch.
[ ἀείρω has [pron. full] ᾰ, exc. in late poetry, as Opp. C.1.347.] ( ἀείρω = ἀ-ϝερ-yω, cf.αὐειρομέναι Alcm.23.63
; αἴρω (oncein Hom., Il.17.724 in part. αἴροντας) may = ϝαρ-ψω for ϝγ[νυλλ ]-ψω from the reduced form of the root, but is more probably an analogical formation arising from the contracted forms. Fut. ἀροῦμαι [pron. full] [ᾰ] and [tense] aor. ἀρόμην, ἤρετο, etc., inf. ἀρέσθαι [pron. full] [ᾰ], belong to ἄρνυμαι, q.v.; ἤρᾰτο may have displaced ἤρετο in Hom, cf. Eust. ad Il.3.373. The sense attach found in compds. συν-, παρ-αείρω is prob. derived from the use v.1.)I [voice] Act., lift, raise up,νέκυν Il.17.724
; ὑψόσ' ἀείρας [κυνέην] 10.465;πίνακας παρέθηκεν ἀείρας Od.1.141
;Εὐμάστας με ἄηρεν ἀπὸ χθονός IG12(3).449
, inscr. on a stone ([place name] Thera); ἀπὸ γῆς αἴ. Pl.Ti. 90a; ἱστία στεῖλαν ἀείραντες furled by brailing them up, Od.3.11; but ἀ. ἱστία hoist sail, A.R.2.1229;αἴ. κεραίας D.S. 13.12
;εὔμαριν ἀ. A.Pers. 660
; κοῦφον αἴ. βῆμα walk lightly, trip, E.Tr. 342; αἴ. σκέλη, of a horse, X.Eq.10.15, cf. Arist.IA 710b20;ὀρθὸν αἴ. τὸ κάρα A.Ch. 496
;ὀφθαλμὸν ἄρας S.Tr. 795
; ἄρασα μύξας, of a deer, Id.Fr.89;ὀφρῦς αἴροντα Diph.85
; αἴ. σημεῖον make a signal, X.Cyr.7.1.23; αἴ. μηχανήν, in the theatre, Antiph.191.15; so ; τεῖχος ἱκανὸν αἴ. Th.1.90, cf. 2.75:—freq. in part., ἄρας ἔπαισε he raised [them] and struck, S.OT 1270;ἡ βουλὴ ἄρασα τὴν ἀφ' ἱερᾶς ἀφῆκεν Plu. Cor.32
, cf. 1 Ep.Cor. 6.15 :—[voice] Pass.,ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη Od.19.540
, cf. Il.8.74;ὑψόσ' ἀερθείς Od.12.432
;ἔμπνους ἀρθείς Antipho 2.1.9
;φρυκτοὶ ᾔροντο Th.2.94
, cf. Aen. Tact.26.14; mount up, X.HG5.2.5; ἄνω ἀρθῆναι, of the sun, to be high in heaven, Hp.Aër.6; to be seized, snatched up, Ar.Ach. 565.2 take up, in various uses: draw water, Ar.Ra. 1339; gather food, S.Ph. 707; pluckherbs, PMag.Par.1.287, al.3 take up and carry or bring,ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας Il.16.678
;νόσφιν ἀειράσας 24.583
; ἄχθος ἀ. convey, of ships, Od.3.312; μῆλα ἐξ' Ιθάκης ἄειραν νηυσί carried them off, 21.18; μή μοι οἶνον ἄειρε bring me not wine, Il.6.264.5 of armies or fleets, τὰς ναῦς αἴ. get the ships under sail, Th.1.52; esp. intr., get under way, set out,ἆραι τῷ στρατῷ Id.2.12
: abs., ib.23:—[voice] Pass.,ἀερθῆναι Hdt.9.52
;ἀερθέντες ἐκ.. 1.165
;ἀ. εἰς.. 1.170
;ἐφ' ἡμετέρᾳ γᾷ ἀρθείς S.Ant. 111
(lyr.); but ἀερθείς carried too far, Pi.N.7.75.II raise up, exalt, , cf. 791; ὄλβον ὅν Δαρεῖος ἦρεν Id.Pers. 164:—esp. of pride and passion, exalt, excite, ὑψοῦ αἴ. θυμόν grow excited, S.OT 914; αἴ. θάρσος pluck up courage, E.IA 1598:—[voice] Pass., to be raised, increased,ἡ δύναμις ᾔρετο Th.1.118
;ᾔρετο τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα Id.2.75
; ἤρθη μέγας rose to greatness, D.2.8;οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.111
; ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, A.Th. 214, E.Hec.69: abs., (lyr.), cf. Ar.Ec. 1180.III lift and take away, remove,ἀπό με τιμᾶν ἦραν A.Eu. 847
;τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Pl.R. 578e
; generally, take away, put an end to, ; τραπέζας αἴ. clear away dinner, Men.273;ἀρθέντος τοῦ αἰτίου Arist.Pr. 920b11
; deny (opp. τίθημι posit), S.E.P.1.10; Delph. and [dialect] Locr. [tense] pf. [voice] Pass. part. ἀρμένος cancelled, null and void,ὠνὰ ἀ. καὶ ἄκυρος GDI1746
(Delph.);ἀτελὴς καὶ ἀ. IG9(1).374
([place name] Naupactus).2 make away with, destroy, Ev.Matt.24.39;ἆρον, ἆρον
away with him!Ev.Jo.
19.15; ἐκ τῶν ζώντων αἴ. Tab.Defix.Aud.1.18.IV [voice] Med., lift, take up for oneself or what is one's own, [πέπλων] ἕν' ἀειραμένη Il.6.293
; hence, carry off, win,πάντας ἀειράμενος πελέκεας 23.856
;ἄρατο νίκαν B.2.5
;ἠρμένοι νίκην Str.3.2.13
.2 ὄγκον ἄρασθαι to be puffed up, S.Aj. 129; .3 raise, lift,τύπωμα ἠρμένοι χεροῖν S.El.54
; κανοῦν αἴ. Ar.Av. 850;βοῦς IG22.1028.28
, cf. Thphr.Char.27.5; ῥόθιον raise a surging cheer, Ar.Eq. 546;Σαμόσατα ἀράμενος μετέθηκεν Luc.Hist.Conscr.24
; ἀείρεσθαι τὰ ἱστία hoist sail, Hdt.8.56, cf. 94.4 raise, stir up,νεῖκος ἀειράμενος Thgn.90
, cf. E.Heracl. 986, 991; begin, undertake,πόλεμον A.
Supp..342, Hdt.7.132, Th.4.60, D.5.5 ([voice] Pass.,πόλεμος αἴρεται Ar.Av. 1188
); ; φυγὴν αἴρεσθαι take to flight, A.Pers. 481, E.Rh.54.6 abs., βαρὺς ἀ. slow to undertake anything, Hdt.4.150.V [voice] Pass., to be suspended, hang, [μάχαιρα] πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο Il.3.272
, 19.253.2 Medic., to be swollen, [σπλὴν] ἀερθείς Hp.Mul.1.61
; μαζοὶ ἀείρονται ib.2.174. -
5 копирование
1. (изготовление копий) η αντιγραφή (σχεδίων κ.λπ.) 2. полигр. (размножение) η εκτύπωση, το τύπωμα (των αντιγράφων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копирование
См. также в других словарях:
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek
πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… … Dictionary of Greek
λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… … Dictionary of Greek
βιγιότα — Μουσικός όρος που δηλώνει την πολυφωνική σύνθεση, συνήθως τετράφωνη, εύκολης αντιστικτικής κατασκευής και άνετη στην εκτέλεση. Με επιδράσεις χορευτικών ρυθμών, δέχτηκε λαϊκά στοιχεία παρεκκλίνοντας όμως από τη βιλανέλα, γιατί αποκλείει τον… … Dictionary of Greek