-
1 ἀπο-τρύχω
ἀπο-τρύχω, = folgdm, Plut. Ant. 24.
-
2 ἀποτρύω
ἀπο-τρύω, ἀπο-τρῡχόω, ἀπο-τρύχω, abreiben, ermüden -
3 ἀποτρῡχόω
ἀπο-τρύω, ἀπο-τρῡχόω, ἀπο-τρύχω, abreiben, ermüden -
4 ἀποτρύχω
ἀπο-τρύω, ἀπο-τρῡχόω, ἀπο-τρύχω, abreiben, ermüden
См. также в других словарях:
τρυχώ — όω, Α 1. τρύχω*, καταστρέφω («ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα», Ηρωδιαν.) 2. παθ. τρυχοῡμαι, όομαι καταπονούμαι, εξαντλούμαι («τρυχωθῆναι τὸ σῶμα [ὑπὸ τῆς νόσου]», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύχω σχηματισμένος από τον τ. τρῦχος] … Dictionary of Greek
κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek