-
1 αποτεινω
1) вытягивать, протягивать(μέρος τι Arst.; τὼ πόδε Luc.)
; растягивать(ἥ φάλαγξ ἀπετέτατο πρὸς τὸ δεξιον Xen.; ἀποτεταμένα ἀράχνια Arst.)
2) высовывать, выдвигать3) протяжно произносить, затягивать, долго тянуть(ἦχον Plat.; θρηνώδη φθύγγον Plut.)
ἀ. (μακρὸν, тж. συχνὸν) λόγον или ῥῆσιν Plat. — произносить длинную речь;μαχόμενοι μέχρι μέσων νυκτῶν ἀπέτεινον Plut. — они продолжали спорить до глубокой ночи4) распространять, расширять(μακροτέρους μισθούς Plat.)
5) простираться, достигать(εἴς τι и μέχρι τινός Arst.)
6) med. долго говорить, распространяться(ὑπέρ τινος Luc.)
-
2 διατεινω
(fut. διατενῶ - med. διατενοῦμαι)1) протягивать, простирать(τὰς χεῖρας ἐπί τι Xen.)
2) растягивать, распростирать(ἀράχνιον πρός τι Arst.; τινὰ ὑπὲρ λεχέων Anth.)
3) простираться, тянуться(καθ΄ ὅλον τὸ σῶμα Arst.; ἀπό τι εἴς τι Polyb.)
δ. εἴς τινα Plut. — восходить к временам кого-л.;δ. ἄχρι или μέχρι τινός, тж. πρός или εἴς τινα Plut. — восходить к кому-л., т.е. быть чьим-л. потомком, принадлежать к чьему-л. роду4) продолжаться, длиться(διὰ παντὸς τοῦ βίου Arst.; πρὸς τοὺς νῦν ὄντας Plut.)
5) устремляться, направляться(πρὸς Γάζαν Polyb.; πρὸς τέν θάλατταν Diod.)
6) иметь отношение, относиться(πρός τινα и πρός τι Polyb.)
7) преимущ. med. натягивать(τόξον Her.)
8) приготовлять(ся) к броску или к удару, брать на изготовку(τὰ βέλεα Her.)
διατεινάμενοι τὰ παλτά Xen. — приготовившись к метанию копий;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Polyb. — приготовив бичи9) med. напрягаться, прилагать усилия, стараться(τὰ κάλλιστα πράττειν Arst.)
δεῖ παντὴ τρόπῳ διατειναμένους φεύγειν Xen. — нужно приложить все старания, чтобы во что бы то ни стало бежать10) med. категорически утверждать, настаивать Plat., Dem.διατεινάμενος εἴποιμι, ὅτι … Plut. — я склонен утверждать, что …
11) med. устремляться, (гневно) обрушиваться, нападать(πρός τινα Plut.)
-
3 επιτεινω
(fut. ἐπιτενῶ, ион. impf. iter. ἐπετείνεσκον)1) натягивать(τὰς χορδάς Plat.; τὰ τόξα καὴ τὰς λύρας Plut.)
2) напрягатьτὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὴ ἀνίεσθαι Plat. — сухожилия, способные напрягаться и ослабляться
3) растягивать, расстилать, распространятьἐπὴ νὺξ τέταται (pf. pass. in tmesi) βροτοῖσιν Hom. — (вечная) ночь раскинулась над смертными (киммерийцами);
ἐπὴ πτόλεμος τέτατό σφιν Hom. — сражение перемещалось вслед за ними4) настилать(ξύλα ἐπὴ τέν γέφυραν Her.)
5) терзать, мучить(ἐπιτείνεσθαι ὑπὸ νόσων Plat.)
6) усиливать, повышать, поднимать(ἡδονάς Plat.; τὰ τιμήματα Arst.; τέν φωνήν Arst., Plut.; τὸν φόρον Plut.)
7) побуждать, заставлять(τινὰ ποιεῖν τι Xen.)
8) (тж. ἐ. ἑαυτόν Plut.) стремиться, устремляться, метить(πρὸς τὸν σκοπόν Arst.; тж. pass., ἐπιταθῆναι εἰς ἀνδραγαθίαν Xen.)
ἐπιταθῆναι ταῖς εὐνοίαις Polyb. — стремиться показать (свою) благожелательность;ἐπιτεταμένοι τοῖς βιβλίοις Luc. — преданные книгам9) pass. обходиться или выдерживать, довольствоваться10) усиливаться(κίνησις ἐπιτείνει Arst.; ψῦχος ἐπέτεινε Plut.)
См. также в других словарях:
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek