-
1 ἀπο-τειχίζω
ἀπο-τειχίζω, 1) durch Mauern absperren, ϑεούς Ar. Av. 1576; Ἰσϑμόν Her. 6, 36; eine Mauer zur Befestigung ziehen, τεῖχος Thuc. 1, 64 u. öfter; Xen. Hell. 1, 3, 3; blockiren, Dion. Hal. 9, 7; den Weg versperren, Xen. An. 2, 4, 7; übh. versperren, ἑαυτῷ τὴν φυγήν Heliod. – 2) die Mauern u. Festungswerke wegnehmen, schleifen, Polyaen. 1, 3, 5.
-
2 ἀντ-απο-τειχίζω
ἀντ-απο-τειχίζω, sich gegenseitig durch Mauern von einander trennen, D. Cass.
-
3 δια-τειχίζω
δια-τειχίζω, durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσϑμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.
-
4 ἀποτειχίζω
ἀπο-τειχίζω, (1) durch Mauern absperren; eine Mauer zur Befestigung ziehen; blockieren; den Weg versperren; übh. versperren. (2) die Mauern u. Festungswerke wegnehmen, schleifen -
5 ἀνταποτειχίζω
См. также в других словарях:
ευαποτείχιστος — εὐαποτείχιστος, ον (Α), (για τόπο) αυτός που αποτειχίζεται, που αποκλείεται εύκολα με τείχος ή οχύρωμα («εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο τειχίζω] … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
θαλασσοτείχιστος — θαλασσοτείχιστος, ον (Α) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, ευαπο τείχιστος] … Dictionary of Greek
θεοτείχιστος — θεοτείχιστος, ον (Μ) ο προστατευόμενος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τείχιστος (< τειχίζω < τείχος), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] … Dictionary of Greek
μεσοτείχισμα — το στρ. (στην παλαιά οχυρωματική τέχνη) οχυρωματικό έργο το οποίο χρησίμευε για τη σύνδεση δύο μεγαλύτερων οχυρών και το οποίο αντιστοιχούσε στο μεταπύργιο, που συνέδεε δύο παρακείμενους προμαχώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τείχισμα (<… … Dictionary of Greek
περιτειχίζω — ΝΜΑ [τειχίζω] περιβάλλω με τείχος νεοελλ. κτίζω, ανεγείρω κάτι γύρω από κάτι άλλο μσν. αρχ. μτφ. ενισχύω, δυναμώνω αρχ. αποκλείω με τείχος, πολιορκώ … Dictionary of Greek
προτειχίζω — ΝΑ [τειχίζω] κτίζω τείχος μπροστά από κάτι άλλο, προκαλύπτω κάτι με προτείχισμα ώστε να τό υπερασπιστώ αρχ. μτφ. εξασφαλίζω («προτειχίζει σε πάντοθεν», Βασ.) … Dictionary of Greek
σεπτόρια — και σηπτορία, η, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη σφαιροψιδώδη τής τάξης κοιλομύκητες, με 1.000 περίπου είδη, πολλά από τα οποία είναι παράσιτα τών καλλιεργούμενων φυτών προκαλώντας τους ασθένειες γνωστές ως σεπτοσποριάσεις.… … Dictionary of Greek
συντειχίζω — Α 1. οχυρώνω έναν τόπο με τείχος από κοινού με άλλους 2. περιβάλλω με το ίδιο τείχος δύο πόλεις ή, γενικά, δύο τόπους («τὴν παλαιὰν πόλιν πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν συντειχίζειν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τειχίζω (< τεῖχος)] … Dictionary of Greek