-
1 αποταφρευω
См. также в других словарях:
περιταφρεύω — ΝΑ περιβάλλω με τάφρο, σκάβω τάφρο γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ταφρεύω «ανοίγω τάφρο»] … Dictionary of Greek
1 αποταφρευω
περιταφρεύω — ΝΑ περιβάλλω με τάφρο, σκάβω τάφρο γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ταφρεύω «ανοίγω τάφρο»] … Dictionary of Greek