-
1 ἀπο-σῡκάζω
ἀπο-σῡκάζω, 1) Feigen abpflücken, Amips. bei B. A 435 ἀποσεσύκασται durch τετρύγηται erkl., vgl. aber E. M. p. 124, 49. – 2) die Reise der Feigen durch Drücken prüfen, komisch, Ar. Equ. 259, πιέζων τοὺς ὑπευϑύνους, mit Anspielung auf συκοφαντέω.
-
2 συκάζω
A gather or pluck ripe figs, Ar.Av. 1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα ς. X.Oec.19.19;σ. ἀπὸ δένδρων D.C.56.30
; σ. τὰς συκᾶς gather figs from the figtrees, Poll.1.226. -
3 ἀποσῡκάζω
ἀπο-σῡκάζω, (1) Feigen abpflücken. (2) die Reife der Feigen durch Drücken prüfen -
4 αποσυκαζω
досл. наощупь проверять зрелость фиг, перен.-ирон. прощупывать, проверять(τινά Arph.)
См. также в других словарях:
συκάζω — Α [σῡκον] 1. μαζεύω ώριμα σύκα 2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια 3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω 4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.) … Dictionary of Greek