-
1 ἀπο-σήπομαι
ἀπο-σήπομαι, wozu das perf. ἀποσέσηπα gehört, abfaulen, bes. vom Erfrieren der Zehen, Xen. An. 5, 8, 15; πόδες ἀπὸ κρύους ἀποσαπέντες Luc. adv. Ind. 6. Auch ἀποσέσηπα τοὺς δακτύλους, mir sind die Zehen abgefroren, Xen. An. 4, 5, 12.
-
2 σήπομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to rot, to become rotten', act. `to make rot' (Il.).Other forms: Perf. σέσηπα, aor. σαπῆναι (Il.), fut. σαπήσομαι (Hp., Pl. a. o.), also act. σήπω (IA.), non-pres. forms rare: fut. σήψω (A. Fr. 275 = 478M.), aor. σῆψαι (Ael.).Derivatives: Subst.: 1. σηπεδών, - δόνος f. `decomposition', pl. `rotting juices' (Hp., Antipho Soph., Pl. a. o.; as τηκεδών a. o.), also as des. of a snake, of which the bites cause putrescence (Nic., Ael.; as τερηδών a.o.; Chantraine Form. 360f., Schwyzer 529); from it - δονώδης, - δονικός (medic.); 2. σῆψις ( ἀπό-, σύν- a.o.), Dor. (Ti. Locr.) σᾶψις f. `decomposition, fermentation' (Emp., Hp., Arist. a.o.); 3. σήψ, σηπός f. `festering sore' (Hp., Dsc.), m. kind of snake (also lizard), of which the bites cause thirst and fire (Arist., Nic. a.o.); 4. σήπη f. `decomposition' (Aq.), σηπο-ποιός = σηπτικός (Alex. Aphr.); 5. σηπετοῦ σηπεδόνος H. (from σήπομαι or σήψ; Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). -- Adj.: 6. σηπ-τός `rotten' (Arist.), `causing rot' (Dsc. a. o.), earlier and more often attested ἄ-σηπ-τος `not rotting' (Hp., X., Arist., Thphr. a.o.); 7. - τικός `causing rot' (Hp., Arist. a.o.); 8. - τήριος `id.' (Hp.). -- Verb: 9. σηπ-εύω = σήπω (Man.); rather enlarged from σήπω than from σήπη. -- With other ablaut: 10. σαπ-ρός `rotting, rotten, rancid', of wine `matured' (IA), with σαπρ-ίας οἶνος (Hermipp.), - ότης f. `decomposition' (Pl., Arist. etc.), - ίζομαι (Hp.), - ύνομαι (Nic.), - όομαι (sch.) `to rot', - ίζω `to make rot' (LXX).Etymology: Seen the structur no soubt inherited word, but as opposed to the synonyms πύθομαι, πύθω isolated. -- On Skt. kyāku n. `mushroom' and Lith. šiùpti `putrefy', which have been connected (lit. in Bq and WP. 1, 500), cf. Mayrhofer resp. Fraenkel s. v. On σηπία s. v.Page in Frisk: 2,696-697Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σήπομαι
-
3 ἀποσήπομαι
ἀπο-σήπομαι, abfaulen, bes. vom Erfrieren der Zehen -
4 αποσηπομαι
(pf. act. ἀποσέσηπα) отгнивать, омертвеватьἀ. ὑπὸ τοῦ ψύχους Xen. или ἀπὸ κρύους Luc. — быть отмороженным
-
5 подгнить
-гнит, παρλθ. χρ. подгнил-ла, -лоρ.σ.1. σαπίζω από κάτω•-ил столб ο στύλος σάπισε από κάτω (που είναι μέσα στο χώμα)•
-ил корень дуба σάπισε η ρίζα της βαλανιδιάς.
2. σαπίζω, σήπομαι λίγο. -
6 преть
прею преешьρ.δ.1. σαπίζω, σήπομαι• μουχλιάζω.2. μουσκεύω από την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω.3. μουσκεύω από τον ιδρώτα, ιδρώνω.4. σιγοβράζω. -
7 проглядывать
проглядыва||тьнесов1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:\проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς. -
8 напреть
-ет ρ.σ.(απλ.) φλεγμαίνω, πάσχω από φλεγμονή•кожа -ла το δέρμα έπαθε φλεγμονή.
|| σήπομαι πολύ•-ло много соломы σάπισε πολύ άχυρο.
-
9 протлеть
-еет ρ.σ.1. σαπίζω, σήπομαι• αποσυντίθεμαι•товар от сырости -ел το εμπόρευμα από την υγρασία σάπισε.
2. καίγομαι εντελώς•дрова в печи -ли τα ζύλα στη θερμάστρα κάηκαν εντελώς.
3. βρίσκομαι σε κατάσταση σήψης.
См. также в других словарях:
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek
σηπία — η, ΝΜΑ 1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά 2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από… … Dictionary of Greek
σάψαλο — το, Ν 1. πράγμα σαθρό, σάπιο, ετοιμόρροπο 2. συνεκδ. άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σηψ αλός < σῆψις (< σήπομαι «σαπίζω»)] … Dictionary of Greek
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
σηπεύω — Α προκαλώ σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο είτε από το ρ. σήπω / σήπομαι είτε από τον τ. σήπη] … Dictionary of Greek
μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek