-
1 ἀπο-σφενδονίζω
ἀπο-σφενδονίζω, wegschleudern, Sp., wie Ios.
-
2 ἀποσφενδονίζω
-
3 απεσφενδόνιζον
-
4 ἀπεσφενδόνιζον
См. также в других словарях:
ἀπεσφενδόνιζον — ἀπό σφενδονίζω imperf ind act 3rd pl ἀπό σφενδονίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)