-
1 ἀπο-στατέω
ἀπο-στατέω, 1) ab-, entfernt von etwas stehen, Aesch. öfter praes. u. impf., ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποστατῶν Eum. 65; μορφῆς σῆς οὐκ ἀποστατεῖ πολύ, er ist dir nicht unähnlich, Soph. O. R. 745; σῆς φρενός, stimmt nicht mit deinem Sinn, Ant. 980. – 2) abfallen, sich trennen von Jemand, φίλων Ar. Av. 318; Plat. Parm. 144 b; Xen. Cyr. 4, 5, 29 u. Folgde. – 3) übh. abwesend sein, fehlen, Xen. Oec. 8, 15 n. Folgde.
-
2 ἀποστατέω
A stand aloof from, (lyr.), Fr. 161, 301; ; μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει was not far from.., Id.OT 743; fall off from, fail one,κοὐκ ἀποστατῶ φίλων Ar.Av. 312
;βουλευτέον ὅπως μηδεὶς τῶν νῦν παρόντων ἀποστατήσει ἡμῶν συμμάχων X.Cyr.4.5.24
;ἀ. τῶν ὄντων
to be absent from,Pl.
Prm. 144b, cf. Tht. 205a.2 of the soul, etc., fall away from the divine, Plot.5.1.5, 5.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστατέω
-
3 ἀποστατέω
ἀπο-στατέω, (1) ab-, entfernt von etwas stehen. (2) abfallen, sich trennen von j-m. (3) übh. abwesend sein, fehlen -
4 απεστάτουν
ἀπό-στατέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἀπό-στατέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἀπό-στατόωimperf ind act 3rd plἀπό-στατόωimperf ind act 1st sg -
5 ἀπεστάτουν
ἀπό-στατέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἀπό-στατέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἀπό-στατόωimperf ind act 3rd plἀπό-στατόωimperf ind act 1st sg -
6 συναποστατησάντων
σύν, ἀπό-στατέωaor part act masc /neut gen plσύν, ἀπό-στατέωaor imperat act 3rd plσύν-ἀποστατέωstand aloof from: aor part act masc /neut gen plσύν-ἀποστατέωstand aloof from: aor imperat act 3rd pl -
7 αποστατεω
1) отстоять, быть удаленным, не подходить близко(τινος Aesch.)
2) разниться, отличаться(οὐκ ἀ. τινος Soph., Plut.)
3) не сходиться, не соглашаться(φρενός τινος Soph.)
4) не быть в наличии, отсутствовать(ἀλκὰ ἑκὰς ἀποστατεῖ Aesch.; οὐκ ἀ., ἀλλ΄ ἀεὴ παρεῖναι Plat.)
5) покидать, бросать, оставлять(τινος Arph., Xen.)
-
8 απεστάτει
-
9 ἀπεστάτει
-
10 απεστάτησαν
-
11 ἀπεστάτησαν
-
12 απεστάτησε
-
13 ἀπεστάτησε
-
14 απεστάτησεν
-
15 ἀπεστάτησεν
-
16 συναπεστατηκέναι
σύν, ἀπό-στατέωperf inf act -
17 συναποστατήσαι
-
18 συναποστατῆσαι
-
19 συναποστατήσαντας
σύν, ἀπό-στατέωaor part act masc acc plσύν-ἀποστατέωstand aloof from: aor part act masc acc pl -
20 συναποστατήσαντες
σύν, ἀπό-στατέωaor part act masc nom /voc plσύν-ἀποστατέωstand aloof from: aor part act masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπεστάτουν — ἀπό στατέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἀπό στατέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἀπό στατόω imperf ind act 3rd pl ἀπό στατόω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάτει — ἀπό στατέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάτησαν — ἀπό στατέω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάτησε — ἀπό στατέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστάτησεν — ἀπό στατέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστατησάντων — σύν , ἀπό στατέω aor part act masc/neut gen pl σύν , ἀπό στατέω aor imperat act 3rd pl σύν ἀποστατέω stand aloof from aor part act masc/neut gen pl σύν ἀποστατέω stand aloof from aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπεστατηκέναι — σύν , ἀπό στατέω perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστατῆσαι — σύν , ἀπό στατέω aor inf act σύν ἀποστατέω stand aloof from aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστατήσαντας — σύν , ἀπό στατέω aor part act masc acc pl σύν ἀποστατέω stand aloof from aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστατήσαντες — σύν , ἀπό στατέω aor part act masc nom/voc pl σύν ἀποστατέω stand aloof from aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστατήσασαι — συναποστατήσᾱσαι , σύν , ἀπό στατέω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) συναποστατήσᾱσαι , σύν ἀποστατέω stand aloof from aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)