-
1 ἀπο-σκυθίζω
ἀπο-σκυθίζω, nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheeren, κρᾶτα Eur. Tr. 1026; ἀπεσκυϑίσϑαι ἡ ἐφ' ὕβρει κουρά Ath. XII, 524 e.
-
2 ἀποσκυθίζω
ἀπο-σκυθίζω, nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheren
См. также в других словарях:
σκυθίζω — Α [Σκύθης] 1. συμπεριφέρομαι σαν Σκύθης, μιμούμαι τους Σκύθες 2. πίνω χωρίς μέτρο, μεθοκοπώ («Ἱερώνυμος δὲ ὁ Ῥόδιος ἐν τῷ περὶ μέθης καὶ τὸ μεθύσαι σκυθίσαι φησί», Αθήν.) 3. (από την συνήθεια τών Σκυθών να αποσπούν το δέρμα από τα κεφάλια τών… … Dictionary of Greek