-
1 ἀπο-σκευάζω
ἀπο-σκευάζω, abpacken; bes. med., Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen, Pol. 2, 26, 6; τὰ ἀπὸ τῆς χώρας 4, 81, 11; Dion. Hal. 9, 25 u. Sp.; τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn. 4, 13, 9 u. Sp. – Nach Poll. 5, 91 = ἀποπατέω.
-
2 ἀποσκευάζω
ἀπο-σκευάζω, abpacken; bes. Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen
См. также в других словарях:
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… … Dictionary of Greek