-
1 ἀπο-σκίδναμαι
ἀπο-σκίδναμαι, poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.
-
2 ἀποσκίδναμαι
-
3 σκεδάννῡμι
σκεδάννῡμι, auch σκεδαννύω (vgl. σκίδναμαι u. κίδνημι); fut. σκεδάσω, att. σκεδῶ, σκεδᾷς, σκεδᾷ, Ar. Vesp. 229 u. sonst, auch Her. 8, 68; perf. pass. ἐσκέδασμαι, aor. p. ἐσκεδάσϑην; – zerstreuen; von Menschen, auseinanderjagen, auch milder, auseinander gehen lassen, λαὸν μὲν σκέδασον, Il. 19, 171, vgl. 23, 158. 162, wo noch κατὰ νῆας hinzugesetzt ist; – von leblosen Dingen, ἠέρα μὲν σκέδασεν, er zerstreu'te, verscheuchte den Nebel, 17, 649; ἀπ' ὀφϑαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν, 20, 341; auch τῶν νῠν αἷμα ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης, 7, 330, er sprengte das Blut rings umher, verspritzte es; dah. nach allen Seiten hin verbreiten, Hes. O. 95; πάχνην ϑ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25; πρὶν σκεδασϑῆναι ϑεοῠ ἀκτῖνας, ehe sie sich verbreiteten, Pers. 494 (vgl σκίδναμαι); vertreiben, verscheuchen, μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων ϑ' ὕπνον, Soph. Tr. 989; μερίμνας, Anacr. 30, 18; ἐσκεδάσϑησαν ἀνὰ τὰς πόλιας, Her. 5, 102; ἐσκεδασμένου τοῠ λόγου, 4, 14; τὸν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον, Thuc. 4, 56, wie ὁ ἄλλος ὅμιλος κατὰ πάντα ὁμοίως ἐσκεδάννυντο, zerstreu'ten sich, 112; ὥςτε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφϑείροντο, Plat. Prot. 322 b; ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνϑρώπων, Conv. 221 a; τινὰς τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καϑ' ἁρπαγήν, die sich, um Beute zu machen, in der Ebene zerstreu't hatten, Xen. An. 3, 5, 2, u. öfter, wie Folgde; σκεδασϑέντες ἐς πᾶσαν τὲν πόλιν, Hdn. 7, 9, 17.
См. также в других словарях:
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek
σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek