Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀπο-πᾰτέω

См. также в других словарях:

  • διαπεπατημένων — διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass masc/neut gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer pres part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • pent- —     pent     English meaning: to go, walk; way     Deutsche Übersetzung: “treten, gehen; worauf treten = antreffen, finden”     Note: (in Ar. with th)     Material: O.Ind. pánthüḥ (= Av. pantü̊ ), acc. sg. pánthüm (= pantąm), and pánthünam… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»