Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀπο-πυτίζω

См. также в других словарях:

  • πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] …   Dictionary of Greek

  • ἀπεπύτιζε — ἀπό πυτίζω spit frequently imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπυτίζω — (Α) εξακοντίζω υγρό προς τα κάτω από δοχείο ή από σκεύος με στενό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυτίζω* «φτύνω συχνά»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»