-
1 ἀπο-πνίγω
ἀπο-πνίγω, erwürgen, ersticken, Her. 3, 150; Plat. Gorg. 471 c; neben ἄγχω, ἀπέπνιγον, Ar. Vesp. 1039, u. Folgende; fut. ἀποπνίξομαι, auch - πνίξω, Plat. com. Ath. II, 67 c; Lüc. Cont. 23; ἀποπνῖξαι, aor. inf., Ar. Vesp. 1134; Xen. Hell. 3, 1, 14. – Pass., ersticken, umkommen, ἀποπνιγήσομαι Ar. Nubb. 1487; ἀπεπνίγη Plat Gorg. 512 a; ertrinken, Dem. 32, 6 u. A. Uebertr., sich ängstigen, ἐπί τινι, um Einen, Luc. Gall. 28; ähnl. Dem. 19, 199 ἐφ' οἷς ἀποπνίγομαι, vor Unwillen verstummen.
-
2 προς-απο-πνίγω
προς-απο-πνίγω (s. πνίγω), noch dazu ersticken, erwürgen, Aret.
-
3 πνίγω
(αόρ. έπνιξα, παθ. αόρ. (ε)πνίγηκα и επνίγην) μετ.1) душить; давить, затруднять дыхание; τον έπνιγε το γελοίο его душил смех; 2) топить, потоплять; 3) перен. душить, мучить, тяготить; μ' έπνιξαν οι υποχρεώσεις меня замучили обязанности; 4) перен. зажимать; ограничивать;πνίγω την κριτική (την πρωτοβουλία) — зажимать критику (инициативу);
1) прям. перен. — задыхаться;πνίγομαι
πνίγομαι — мне душно, я задыхаюсь;
πνίγομαι απ' το βήχα — меня душит кашель;
πνίγομαι από τον θυμό μου — задыхаться от гнева;
πνίγομαι στη δουλειά — у меня так много работы, что я задыхаюсь;
2) тонуть, утопать;- о- πνίγομαι σε μιά κουταλιά νερό — захлебнуться в ложке воды
-
4 πνίγω
A : [tense] fut. πνίξω ([etym.] ἀπο-) Pl.Com.198, Antiph.171; [dialect] Dor. [ per.] 2pl. [tense] fut.πνιξεῖσθε Epich.155
: [tense] aor. ἔπνιξα, imper. πνῖξον, Cratin.27, Hdt.2.92, Batr.158:—[voice] Pass., [tense] fut.πνῐγήσομαι Gal.Nat.Fac.1.17
, ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1504, Hp.Morb.3.16; alsoἀπο-πεπνίξομαι Eun.VSp.463
B.: [tense] aor. ἐπνίχθην ([etym.] ἀπ-) Aret.SA1.7; but ἐπνίγην [ῐ] Batr.148, Aret.SD 1.11, ([etym.] ἀπ-) Pherecr.159, Pl.Grg. 512a, D.32.6, etc.: [tense] pf. πέπνιγμαι, v. infr.11.—The simple verb is less freq. than the compd. ἀποπνίγω:— choke, throttle, strangle, Sophr.l.c., etc.; of a doctor,πνίγων.. πικρότατα πόματα διδούς Pl.Grg. 522a
; ἂν ὕλη πνίγῃ [τὸν σῖτον] X.Oec.17.14: prov.,ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; Arist.EN 1146a35
:—[voice] Pass., to be choked, stifled,ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα Ar.Nu. 1036
;αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Antyll.
ap. Orib.10.19.1.3 metaph., vex, torment,ἕνα χαλκοῦν ἀποβαλὼν αὑτὸν π. Phld.Ir.p.37
W.; ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει v.l. in Luc.Prom.17; oppress by exactions, 'squeeze', Jul. Mis. 368c.II cook in a close-covered vessel, bake, stew, Hdt.2.92;δικίδιον.. ἐν λοπάδι πεπνιγμένον Ar.V. 511
;πεπνιγμένος Metag.6
. 9. -
5 ἀποπνίγω
ἀπο-πνίγω, erwürgen, ersticken; pass., ersticken, umkommen; ertrinken. Übertr., sich ängstigen -
6 αποπνιγω
-
7 προςαποπνίγω
προς-απο-πνίγω, noch dazu ersticken, erwürgen, Aret -
8 πνί̄γω
πνί̄γωGrammatical information: v.Meaning: `to limit one's breath, to asphyxiate by squeezing, water or vapour, to choke, to drown, to be drowned', also `to muffle, to smother' (Epich., Sophr., IA.); on the meaning `to drown, to be drowned' Schulze BerlAkSb. 1918, 320ff. = Kl. Schr. 148 ff.Other forms: Aor. πνῖξαι, intr. a. pass. πνῐγ-ῆναι w. fut. - ήσομαι, late πνιχθῆναι, perf. midd. πέπνιγμαι.Derivatives: Several nom. actionis: 1. πνῖγος n. `smothery heat' (IA.; opposite ῥῖγος); 2. πνῖγ-μα n. `suffocating' (Hp.), - μός m. `id.' (Hp., X., Arist.) with - μώδης `suffocating' (Hp.), - μονή f. `id.' (Hdn. Epim.: cf. φλεγμονή, πημονή); 3. πνῖξις ( κατά- πνί̄γω) f. `choking, asphyxiation' (Arist., Thphr.), `drowning' ( PMag. Par.); 4. πνίξ, - γός f. `choking, asphyxiation' (Hp., Dsc.; like φρίξ a.o.; Chantraine Form. 2 f.); 5. πνιγετός m. = πνῖγος (Ptol.; H. s. ἀγχόνη); as πυρ-, παγ-ετός; 6. περιπνιγ-ή f. `suffocation' (Vett. Val.). Nom. agentis: 6. πνῐγεύς m. "suffocator", `cover for extinguishing the coals' (Ar., Arist.), `air chamber' (Hero, Ph. Bel.), `muzzle' (com.), prob. analog. from πνίγω, πνῐγῆναι after τρῑ̃βω, τρῐβ-ῆναι: -ή: - εύς a.o.; vgl. Bosshardt 48; 7. πνικτήρ m. `choker, choking' (Nonn.). Further 8. πνιγ-ῖτις (sc. γῆ) `kind of clay' (Dsc., Plin.; Redard 109; prob. from πνῖγος); 9. - αλίων, - ωνος m. `nightmare, incubus' (medic.); like αἰθαλ-ίων: αἰθ-άλη: αἴθω; 10. πνῑ-γηρός `smothery', esp. `smotheryly hot' (Hp., Att.; from πνῖγος or πνίγω); 11. πνῐγόεις `id.' (Nic., AP; ῐ metr. condit.); 12. περι-, συμ-πνῐγ-ής `suffocated' (Nic., J., D.S., after πνῐγ-ῆναι); 13. πνικτός `steamed, smothered' (com.), `airtight' (Hero), `suffocated, choked' ( Act. Ap.); 14. enlarged πνιγ-ίζω `to choke, to strangle' (AP; influenced by πυγ-ίζω).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Popular expressive verb without certain connection; one has thought of a cross of several words. The anlaut reminds of πνέω, the auslaut of φρύγω, φώγω, the vowel of κνίψ a. cogn., also of MLG knīpen (s. Κνίφων), but there is no basis for a certain decision. The comparison with some Germ. words for `snuffle', e.g. OHG fnaskazzen (Fick BB 7, 95 etc.; s. Bq and WP. 2, 85), is both semantically and especially phonetically and formally (πνῑγ- from *pnezg- [with reduced vowel]??; but fnaskazzen to OWNo. fnasa) quite unsatisfactory. -- The short in πνῐγ-ῆναι etc. can be analogal. -- So no etym.; is the word Pre-Greek?Page in Frisk: 2,567-568Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πνί̄γω
См. также в других словарях:
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek