-
1 ἀπο-πλήρωσις
ἀπο-πλήρωσις, ἡ, das Vollmachen, Erfüllen, Sättigen, Plut. de audit. 10 g. E.; Them. 28.
-
2 ἀποπλήρωσις
ἀπο-πλήρωσις, das Vollmachen, Erfüllen, Sättigen -
3 αποπληρωσις
-
4 αποχωρησις
- εως ἥ1) уход, отход, отступление Thuc., Xen., Polyb.2) путь отступления(πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.)
3) опорожнение(πλήρωσις ἀ. τε Plat.)
4) дефекация Arst., Plut.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… … Dictionary of Greek
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия
τετραβασίλειον — τὸ, Μ η από κοινού βασιλεία τεσσάρων βασιλέων («...ἡ κοσμικὴ τετράπλευρος πλήρωσις, τετραβασιλείῳ περιφρουρουμένην», Θεόδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βασίλειον «βασιλική εξουσία»] … Dictionary of Greek