-
1 αποπλαζομαι
1) быть отбрасываемым, отскакивать(ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Hom.)
; быть сбиваемым, сталкивагься(χαμαι Hom.)
2) быть унесенным, скитаться вдали от(πατρίδος Hom.; ἑταίρων Theocr.)
-
2 πλάζω
Aπλάζον Od.2.396
: [tense] aor. ἔπλαγξα ( παρ-) 9.81; [dialect] Ep.πλάγξα 24.307
:—[voice] Pass. and [voice] Med., 3.106, etc.; [dialect] Ep. [tense] impf.πλαζόμην 5.389
: [tense] fut.πλάγξομαι 15.312
: [tense] aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; [dialect] Ep.πλάγχθην Od.1.2
; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : [tense] pres. [voice] Med. alsoπλάττονται Parm.6.5
codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from,πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75
; ; [πρὼν.. ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751
:—[voice] Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC 1231 (lyr.);κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278
;Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37
(s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ;ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56
; of an exile,Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120
; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph.,ὁ νέος.. ὑπὸ τῆς τύχης.. πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17
; so perh. (v. infr. 11).2 baffle, thwart, balk, esp. mentally,οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι.. πτολίεθρον Il.2.132
; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr. 166 ; (lyr.) ;ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18
; embarrass, trip up,πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365
(Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.3 [voice] Pass., go astray,πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278
: c. gen., ;μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6
(Maeonia, ii A. D.).4 [voice] Pass., wander, rove,πλάζομαι ὧδ' Il.10.91
;ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2
; πῇ.. πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ;πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151
; ; ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct [dialect] Att. Prose.II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 ([etym.] παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)-------------------------------------------πλάζω (B),A = πλάσσω ([dialect] Tarent.), An.Ox.1.62.
См. также в других словарях:
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] … Dictionary of Greek
πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] … Dictionary of Greek
πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… … Dictionary of Greek