Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο-πληξία

См. также в других словарях:

  • θερμοπληξία — Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …   Dictionary of Greek

  • κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • παγετοπληξία — η (φυτοπαθολ.) οι ζημιές που υφίστανται τα φυτά από τον παγετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγετός + πληξία (< πλήττω), απόδοση τού αγγλ. frost injury] …   Dictionary of Greek

  • υδροπληξία — η, Ν ιατρ. καρδιοαναπνευστική ανακοπή που προκαλείται από την απότομη βύθιση ενός κολυμβητή σε παγωμένο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πληξία (< πληκτος < πλήττω), νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocution] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»