Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀπο-πειράω

См. также в других словарях:

  • παραπείρων — παρά , ἀπό εἴρω fasten together in rows pres part act masc nom sg παρᾱπείρων , παρά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρᾱπείρων , παρά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 1st sg (doric aeolic) παρά πείρω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»